πεδαίρω

πεδαίρω
πεδαίρω, [dialect] Aeol. or [dialect] Dor. for μεταίρω (q.v.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πεδαίρω — Α (αιολ. και δωρ. τ.) βλ. μεταίρω …   Dictionary of Greek

  • μεταίρω — (ΑM, Α και αιολ. τ. πεδαίρω) σηκώνω κάτι και τό μεταφέρω από έναν τόπο σε άλλο, μετακινώ, μετατοπίζω («τί τόδε μεταίρεις ἐξ ἀκινήτων βάθρων θεᾱς ἄγαλμα», Ευρ.) αρχ. 1. (σχετικά με ψήφισμα) ανακαλώ, καταργώ 2. (για πτηνά) μεταναστεύω, πετώ σε άλλο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”